ὀφθαλμοφανῆ

ὀφθαλμοφανῆ
ὀφθαλμοφανής
apparent to the eye
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀφθαλμοφανής
apparent to the eye
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀφθαλμοφανής
apparent to the eye
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοφανής — ές (Α ὀφθαλμοφανής, ές) 1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός 2. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς) με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα μσν. αρχ. σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα αρχ …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”